- κωβίδιον
- κωβίδιον, τό, Dim. of sq., Anaxandr.27.4, Sotad.Com.1.22, Arist. Fr.309. [-βῐ- Anaxandr.l.c. (anap., s.v.l.), but -βῑ- Sotad.l.c. (iamb.).]
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κωβιδίων — κωβίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωβίδια — κωβίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωβίδι — το (AM κωβίδιον) [κωβιός] νεοελλ. κοινή ονομασία ενός είδους κωβιού (μσν. αρχ.) υποκορ. τού κωβιός … Dictionary of Greek
κωβίδι' — κωβίδια , κωβίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)